χορτάτος


χορτάτος
Προφορά

Ετυμολογία
χορτάτος χορταίνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ χορτάτος -η, -ο

✦ αυτός που έχει χορτάσει
(μτφ. ) αυτός που έχει απολαύσει κάτι μέχρι κορεσμού: είναι χορτάτος από ταξίδια

Συνώνυμα

Αντίθετα
νηστικός, πειναλέος, λιμασμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.