χορικό
Προφορά
Ετυμολογία
χορικό αρχαία ελληνική χορικόν (ενν. μέλος), └ουδ┘ του επιθέτου χορικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χορικό
✦ καθένα από τα λυρικά μέρη του αρχαίου δράματος, που τραγουδά και χορεύει ο χορός
✦ τραγούδι που τραγουδά ο χορός θεάτρου ή η χορωδία εκκλησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–