χορηγώ
Προφορά
Ετυμολογία
χορηγώ αρχαία ελληνική χορηγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χορηγώ -είς, -εί
✦ πληρώνω τη δαπάνη για κάτι
✦ δίνω τα αναγκαία, παρέχω, προμηθεύω
✦ καταβάλλω τη δαπάνη για πολιτιστική, αθλητική κτλ. εκδήλωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–