χορεύτρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply χορεύτριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/χορεύτρια.mp3Ετυμολογίαχορεύτρια αρχαία ελληνική χορευτής Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο χορεύτρια ✦ θηλ. χορεύτρια αυτός που χορεύει ✦ καλλιτέχνης του χορού ✦ πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–