χορεύτρια


χορεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
χορεύτρια αρχαία ελληνική χορευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορεύτρια

✦ θηλ. χορεύτρια αυτός που χορεύει
✦ καλλιτέχνης του χορού
✦ πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.