χορείος


χορείος
Προφορά

Ετυμολογία
χορείος αρσ. του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. χορεῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορείος

✦ στη στιχουργία, μετρική μονάδα από τρεις βραχείες συλλαβές, τρίβραχυς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.