χορδή


χορδή
Προφορά

Ετυμολογία
χορδή αρχαία ελληνική χορδή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χορδή

✦ σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: οι χορδές της κιθάρας
✦ η νευρά τόξου
✦ (ανατομ.) καθετί που έχει σχήμα χορδής μουσικού οργάνου: φωνητικές χορδές
(μτφ. ) σημείο ψυχικής ευαισθησίας: φρ. έθιξε την ευαίσθητη χορδή του
✦ (μαθημ.) ευθεία που ενώνει δύο σημεία καμπύλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.