χορίαμβος


χορίαμβος
Προφορά

Ετυμολογία
χορίαμβος μεταγενέστερη ελληνική χορίαμβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορίαμβος

✦ τετρασύλλαβη μετρική μονάδα της αρχαία ελληνική ελλην. μετρικής που αποτελείται από τροχαίο και ίαμβο (-υυ-)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.