χοντρός


χοντρός
Προφορά

Ετυμολογία
χοντρός αρχαία ελληνική χονδρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χοντρός -ή, -ό

✦ παχύς, αδρός, ογκώδης
✦ παχύσαρκος, σωματώδης
✦ ο αποτελούμενος από αδρά μόρια: χοντρό αλάτι
✦ (για φωνή και ήχο) βαρύς στον τόνο ή βραχνός
✦ (για εργασία) βαρύς, υπερβολικός
(μτφ. ) τραχύς, άτοπος, απρεπής: χοντρό αστείο
✦ αγροίκος, άξεστος, χυδαίος
✦ φρ. χοντρό παιχνίδι, χαρτοπαίγνιο ή συναλλαγές όπου διεκδικούνται πολλά χρήματα· (μτφ. ) όπου διακυβεύονται σημαντικά πράγματα
✦ πληθ. ουδ. τα χοντρά ως ουσ. χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας

Συνώνυμα

Αντίθετα
λεπτός, ψηλός, φτενός ,λιγνός, αδύνατος ,ψιλά
Επιρρήματα
χοντρά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.