χολιαστικός


χολιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
χολιαστικός χολιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ χολιαστικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με χόλιασμα ή προέρχεται από χόλιασμα: χολιαστικοί, αλαζονικοί, μ’ όλα τα καταφρόνια (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.