χολερικός


χολερικός
Προφορά

Ετυμολογία
χολερικός αρχαία ελληνική χολερικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χολερικός -ή, -ό

✦ ο της χολέρας
✦ (για πρόσ.) που πάσχει από χολέρα, χολεριασμένος
✦ ευερέθιστος, πικρόχολος: χολερικός τύπος – χολερική ιδιοσυγκρασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.