χολή
Προφορά
Ετυμολογία
χολή αρχαία ελληνική χολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χολή
✦ υγρό που εκκρίνει το συκώτι, χύνεται στα έντερα και συντελεί στην πέψη των τροφών
✦ η κύστη που περιέχει αυτό το υγρό
✦ (μτφ. ) πικρία, οργή, κακία: καθημερινό θάνατο και χολή μόνο, για μας η ζωή θα φέρει (Κ. Καρυωτάκης)
✦ φρ. έσπασε η χολή του, κατατρόμαξε – τον πότισε χολή, τον πίκρανε πολύ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–