χοιρίδιο
Προφορά
Ετυμολογία
χοιρίδιο αρχαία ελληνική χοιρίδιον, υποκοριστικό του χοῖρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χοιρίδιο
✦ γουρουνάκι: σήμερα δεν πρόκειται να σφαγεί το καθιερωμένο χοιρίδιο, όπως την πρώτη μέρα των αγώνων (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ ινδικό χοιρίδιο, μικρόσωμο τρωκτικό με μικρό και στρογγυλό ρύγχος, μικρά αφτιά, νυκτόβιο και φυτοφάγο που ζει σε υπόγειες φωλιές· συχνά χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–