χοιράδες


χοιράδες
Προφορά

Ετυμολογία
χοιράδες αρχαία ελληνική χοιράς, -άδος

Ερμηνεία
χοιράδες

✦ ουσ. εξόγκωση και σκλήρυνση των αδένων του λαιμού, τα χελώνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.