χνότο
Προφορά
Ετυμολογία
χνότο μεσαιωνική ελληνική πληθ. τά χνότα, ίσως από το └ουσ┘ ἀχνότη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χνότο
✦ η απόπνοια του στόματος: μάγοι κι αρνάκια θα ξανασμίξουν τα χνότα τους για να ζεστάνουν το άστρο (Τ. Βαρβιτσιώτης)
✦ φρ. δεν ταιριάζουν τα χνότα τους, δεν συμφωνούν, έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, έτσι ώστε να είναι δύσκολη η συμβίωση ή η συνεργασία τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–