χνούδι
Προφορά
Ετυμολογία
χνούδι χνούδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού χνοῦς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χνούδι
✦ λεπτότατο τρίχωμα στα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών
✦ οι πρώτες τρίχες στο πρόσωπο των νέων: τρυφερά χαϊδεύοντας το χνούδι που στ’ απάνω χείλι του χαράζει (Ν. Χαντζάρας)
✦ τα πρώτα πούπουλα των νεοσσών
✦ τρίχες μαλλιού ή μπαμπακιού στην επιφάνεια υφασμάτων: ποια πνοή την έπλασε, τίνος βελούδου χνούδι (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–