χνουδάτος


χνουδάτος
Προφορά

Ετυμολογία
χνουδάτος χνούδι

Ερμηνεία
επίθετο┘ χνουδάτος -η, -ο

✦ που έχει χνούδι στην επιφάνειά του: τα βελούδα που ακουμπάει σ’ έναν κρίνο η πεταλούδα, ανάλαφρα, χνουδάτα (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.