χλωροφύλλη
Προφορά
Ετυμολογία
χλωροφύλλη └γαλλ┘ chlorophylle
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χλωροφύλλη
✦ χρωστική ουσία των πράσινων μερών του φυτού, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε χημική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–