χλιμιντρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χλιμιντρίζω μεσαιωνική ελληνική χλιμιντρίζω
Ερμηνεία
χλιμιντρίζω
✦ κ. χλιμιντρώ, -άς, -ά ρ. (χλιμίντρισα) (για άλογα) βγάζω κραυγή, χρεμετίζω: τ’ άλογο, χλιμίντρισε, τίναξε το γκέμι (Ναπ. Λαπαθιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–