χιούμορ
Προφορά
Ετυμολογία
χιούμορ └αγγλ┘humour (= κέφι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το χιούμορ
✦ πνευματώδης αστεϊσμός, εύθυμη διάθεση που εκδηλώνεται με άκακη ειρωνεία, και προκαλεί στους άλλους διασκέδαση ή ευχάριστη διάθεση
✦ μαύρο χιούμορ, μορφή χιούμορ που αντιμετωπίζει δραματικές καταστάσεις με τρόπο κυνικό
✦ αίσθηση του χιούμορ, η ικανότητα κάποιου να εκφράζεται με χιούμορ ή να εκτιμά το χιούμορ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–