χιονοστιβάδα
Προφορά
Ετυμολογία
χιονοστιβάδα χιών + στιβάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χιονοστιβάδα
✦ μεγάλος όγκος χιονιού που γλιστρά ορμητικά προς τα κάτω, στην πλευρά ενός βουνού
✦ (μτφ. ) ραγδαία εξέλιξη μιας καταστάσεως ή γεγονότων: οι παραιτήσεις πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–