χιονισμένος


χιονισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χιονισμένος χιονίζει

Ερμηνεία
χιονισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. σκεπασμένος με χιόνι: κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά στη χιονισμένη στράτα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.