χιονισμένος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply χιονισμένοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/χιονισμένος.mp3Ετυμολογίαχιονισμένος χιονίζει Ερμηνεία χιονισμένος ✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. σκεπασμένος με χιόνι: κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά στη χιονισμένη στράτα (Κ. Παλαμάς) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–