χινόπωρο
Προφορά
Ετυμολογία
χινόπωρο αρχαία ελληνική φθινόπωρο• κατά Μ. Φιλήντα και Α. Τζάρτζανο, με παρετυμολ. επίδρ. του χύνω• κατά Φ. Κουκουλέ, του χειμώνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χινόπωρο
✦ φθινόπωρο: με το χινόπωρο, όλα τα μάτια υψώθηκαν στον ουρανό. Το ψημένο χώμα ζητούσε το νερό της βροχής (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–