χιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
χιμώ μεσαιωνική ελληνική χουμῶ
Ερμηνεία
χιμώ
✦ -άς, -ά κ. χιμίζω ρ. (χίμ-ισα κ. -ησα κ. -ηξα) χύνομαι: οι άξαφνες πνοές της γης που μες στα στήθια μου χιμάν (Άγγ. Σικελιανός)
✦ ορμώ, ρίχνομαι: μόλις πήγε να μιλήσει, χίμηξαν απάνω του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–