χιμαιρικός
Προφορά
Ετυμολογία
χιμαιρικός χίμαιρα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χιμαιρικός -ή, -ό
✦ απραγματοποίητος: χιμαιρικά όνειρα
✦ που αποτελεί γέννημα της φαντασίας: σε μια σκιά χιμαιρική στης λίμνης τον καθρέφτη (Λ. Πορφύρας)
Συνώνυμα
ουτοπικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
χιμαιρικά (Κ χιμαιρικώς)