χιλιοστόμετρο


χιλιοστόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
χιλιοστόμετρο χιλιοστός + μέτρον• απόδοση του └αγγλ┘όρου millimeter

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χιλιοστόμετρο

✦ μονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό του μέτρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.