χιλιογραμμόμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
χιλιογραμμόμετρο χιλιόγραμμον + μέτρον• από το └γαλλ┘ kilogrammetre
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χιλιογραμμόμετρο
✦ (φυσ.) μονάδα μετρήσεως ενέργειας ίση με όση απαιτείται για να ανυψωθεί μάζα ενός χιλιογράμμου σε ύψος ενός μέτρου υπό σταθερή βαρύτητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–