χιλιασμός


χιλιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
χιλιασμός χίλια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χιλιασμός

✦ θρησκευτική αίρεση που πρεσβεύει ότι ο Χριστός θα βασιλεύσει στη γη χίλια τουλάχιστον χρόνια, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.