χηρεύω


χηρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
χηρεύω αρχαία ελληνική χηρεύω

Ερμηνεία
ρήμα χηρεύω

✦ είμαι χήρος ή χήρα
✦ (μτφ. για αξίωμα ή θέση) παραμένω κενός, απλήρωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.