χηρειά
Προφορά
Ετυμολογία
χηρειά αρχαία ελληνική χηρεία
Ερμηνεία
χηρειά
✦ η κατάσταση του χήρου ή της χήρας: είχαν και κείνες τους άντρες τους χαμένους, ξέρανε τι θα πει χηρειά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) για υπούργημα, θέση, αξίωμα κτλ. το να χηρεύει κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–