χημικός
Προφορά
Ετυμολογία
χημικός χημεία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χημικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη χημεία, που εκτελείται με μεθόδους της χημείας
✦ χημικός πόλεμος, βλ. πόλεμος – χημικά όπλα, όπλα που φέρουν και ελευθερώνουν τοξικά ή επιβλαβή αέρια
✦ αρσ. κ. θηλ. χημικός ως ουσ., επιστήμονας που σπούδασε χημεία – χημικός μηχανικός, ειδικός επιστήμονας που μελετά τις μεθόδους και τα μέσα παραγωγής της χημικής βιομηχανίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–