χημειοτροπισμός


χημειοτροπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
χημειοτροπισμός χημεία + τρέπω• από το └αγγλ┘chemotropism

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χημειοτροπισμός

(βιολ.) η μεταβολή στην κατεύθυνση ανάπτυξης οργάνων του φυτού υπό την επίδραση χημικών ουσιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.