χημειοτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
χημειοτροπισμός χημεία + τρέπω• από το └αγγλ┘chemotropism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χημειοτροπισμός
✦ (βιολ.) η μεταβολή στην κατεύθυνση ανάπτυξης οργάνων του φυτού υπό την επίδραση χημικών ουσιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–