χημειοτακτισμός


χημειοτακτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
χημειοτακτισμός χημεία + τακτισμός• από το └γαλλ┘ chimiotactisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χημειοτακτισμός

(βιολ.) η μετακίνηση μικροοργανισμών προς ή από μια χημική ουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.