χειραφετημένος


χειραφετημένος
Προφορά

Ετυμολογία
χειραφετημένος μτχ. παθ. πρκμ. του χειραφετώ

Ερμηνεία
χειραφετημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο απαλλαγμένος από κάθε εξουσία ή επιρροή, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.