χειραγώγηση
Προφορά
Ετυμολογία
χειραγώγηση μεταγενέστερη ελληνική χειραγώγησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χειραγώγηση
✦ οδήγηση από το χέρι, καθοδήγηση
✦ (μτφ. ) έλεγχος και καθοδήγηση κάποιου: χειραγώγηση της κοινής γνώμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–