χειραγωγώ
Προφορά
Ετυμολογία
χειραγωγώ μεταγενέστερη ελληνική χειραγωγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χειραγωγώ -είς, -εί
✦ οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι
✦ (μτφ. ) καθοδηγώ κάποιον
✦ (μτφ. ) ασκώ έλεγχο και επιρροή σε κάποιον, ώστε να τον κατευθύνω εκεί όπου θέλω: όμως ο όχλος δεν χειραγωγείται και δεν δημαγωγείται πάντα τόσο εύκολα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–