χειραγωγός


χειραγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
χειραγωγός μεταγενέστερη ελληνική επίθετο χειραγωγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χειραγωγός

✦ αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι
(μτφ. ) σύμβουλος, καθοδηγητής
(μτφ. ) αυτός που ασκεί επιρροή σε κάποιον, ώστε να τον κατευθύνει εκεί που θέλει αυτός: χειραγωγός του πλήθους
✦ (ναυτ.) σχοινί στις πλευρές κλιμάκων, γεφυρών, κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.