χειμωνιάτικος
Προφορά
Ετυμολογία
χειμωνιάτικος χειμώνας
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χειμωνιάτικος -η, -ο
✦ χειμερινός, κατάλληλος για το χειμώνα
✦ πληθ. ουδ. τα χειμωνιάτικα ως ουσ., ρούχα ή στρωσίδια για το χειμώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
χειμωνιάτικα