χειμερινός


χειμερινός
Προφορά

Ετυμολογία
χειμερινός αρχαία ελληνική χειμερινός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χειμερινός -ή, -ό

✦ ο του χειμώνα, χειμωνιάτικος
✦ ο κατάλληλος για τον χειμώνα: χειμερινά ενδύματα
✦ που γίνεται το χειμώνα: χειμερινά σπορ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.