χειμάζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
χειμάζομαι αρχαία ελληνική χειμάζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χειμάζομαι
✦ δοκιμάζω τις ταλαιπωρίες του χειμώνα
✦ (μτφ. ) βασανίζομαι, υποφέρω
✦ (μτφ. ) υφίσταμαι δοκιμασία, δοκιμάζομαι: βοηθήστε, κύριε, το θέατρό μας… που χειμάζεται δεινά από αντίξοες περιστάσεις (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–