χαϊδεμένος


χαϊδεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χαϊδεμένος μτχ. παθ. πρκμ. του χαϊδεύω

Ερμηνεία
χαϊδεμένος

✦ κ. χαδεμένος, -η, -ο μτχ. ως επίθ. που τον φροντίζουν τρυφερά, στοργικά
✦ καλομαθημένος: χαϊδεμένο παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.