χασομερώ


χασομερώ
Προφορά

Ετυμολογία
χασομερώ χασομέρης

Ερμηνεία
ρήμα χασομερώ -άς, -ά

✦ χάνω εργάσιμο χρόνο
✦ χρονοτριβώ, χάνω την ώρα μου
✦ (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του: μη με χασομεράς, γιατί βιάζομαι να τελειώσω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.