χασομέρης


χασομέρης
Προφορά

Ετυμολογία
χασομέρης χασομέρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χασομέρης

✦ θηλ. χασομέρισσα αργόσχολος, που δεν εργάζεται
✦ που χρονοτριβεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.