χασίσι
Προφορά
Ετυμολογία
χασίσι └τουρκ┘hasis
Ερμηνεία
χασίσι
✦ το φυτό ινδική κάνναβις του οποίου τα φύλλα και οι ανθισμένες κορυφές, αφού αποξηρανθούν, χρησιμοποιούνται ως ναρκωτικό, υπό μορφή τσιγάρου που το καπνίζει κάποιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–