χαρτοφυλάκιο
Προφορά
Ετυμολογία
χαρτοφυλάκιο μεσαιωνική ελληνική χαρτοφυλάκιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική χαρτοφύλαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χαρτοφυλάκιο
✦ (μτφ. ) το αξίωμα του υπουργού
✦ το σύνολο των αξιογράφων που κατέχει μια τράπεζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–