χαρτοπαίχτρα


χαρτοπαίχτρα
Προφορά

Ετυμολογία
χαρτοπαίχτρα χαρτοπαίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαρτοπαίχτρα

✦ θηλ. χαρτοπαίχτρα (Κ χαρτοπαίκτης, θηλ. χαρτοπαίκτρια κ. χαρτοπαίκτις, -ιδος) ο κατεχόμενος από το πάθος της χαρτοπαιξίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.