χαροκαμένος


χαροκαμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χαροκαμένος χαροκαίομαι

Ερμηνεία
χαροκαμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που έχει δοκιμαστεί από το θάνατο αγαπημένων του προσώπων: γυναίκες χαροκαμένες. Έτρεμες μη σου πούνε τα πάθη τους (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.