χαραμοφάγος


χαραμοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
χαραμοφάγος χαράμι + τρώγω

Ερμηνεία
χαραμοφάγος

✦ κ. χαραμοφάγος θηλ. χαραμοφάισσα επίθ. που τρώει το ψωμί του χαράμι, που τρέφεται χωρίς να εργάζεται ή να αποδίδει όσο πρέπει: πενήντα χαραμοφάγηδες ρημάζουν την κληρονομιά του πατέρα του (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα
παράσιτος, σελέμης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.