χαραμάδα


χαραμάδα
Προφορά

Ετυμολογία
χαραμάδα αρχαία ελληνική χηραμίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χαραμάδα

✦ σκισμή τοίχου, σανίδας κτλ., επίμηκες άνοιγμα, ρωγμή ή μικρό κενό διάστημα κατά τη συναρμογή των μερών ενός συνόλου: σκεβρωμένες σανίδες που άφηναν μεγάλες χαραμάδες (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.