χαρακτική


χαρακτική
Προφορά

Ετυμολογία
χαρακτική └θηλ┘ του επιθέτου χαρακτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χαρακτική

✦ η τέχνη του χαράκτη, η αποτύπωση εικόνων, σχεδίων, σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή αντιτύπων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.