χαρακτηρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χαρακτηρίζω μεταγενέστερη ελληνική χαρακτηρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαρακτηρίζω
✦ αποδίδω σε πρόσωπο ή πράγμα το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, διακρίνω
✦ κατατάσσω κάποιον ή κάτι σε ορισμένη κατηγορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–